- προσωπείο
- Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον πόλεμο ή σε διάφορες παραστάσεις. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το π. στην ιστορία του θεάτρου, και ξεχωριστά στο αρχαίο ελληνικό δράμα ή στη νεότερη ιταλική Κομέντια ντελ’ άρτε, όπου κάθε τύπος ή πρόσωπο έχει σταθερά σωματικά χαρακτηριστικά και ψυχολογικές ιδιομορφίες, ουσιαστικά αμετάβλητα στα διάφορα έργα.
Η χρήση των π. για τελετουργικούς και μαγικούς σκοπούς είναι διαδεδομένη σε όλους τους λαούς και έχει πανάρχαιη καταγωγή, όπως μαρτυρούν τοιχογραφίες του τέλους της Παλαιολιθικής εποχής. Στον μεσογειακό χώρο βρέθηκαν νεκρικά π. και π. για θεατρικούς σκοπούς· στην ασιατική περιοχή υπάρχουν τελετουργικά π. και π. για θεατρική χρήση, ενώ στις αφρικανικές και αμερικανικές περιοχές υπάρχουν μόνο τελετουργικά π. Η χρήση των π. για τελετουργικούς σκοπούς διατηρήθηκε στην Ασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Τα θεατρικά π. χρησιμοποιούνται στην Ασία και στην Ευρώπη, αλλά στην ήπειρό μας περιορίζονται πλέον μόνο σε φολκλοριστικές εκδηλώσεις. Τα π. που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο χρησιμεύουν για να προστατεύουν τον πολεμιστή. Τα τελετουργικά π. έχουν συχνά καλλιτεχνική αξία για τον πλούτο και την πρωτοτυπία των σχημάτων και των διακοσμήσεών τους. Υπάρχουν π. πολλών τύπων, από τα ελαφρότατα που μόλις σκεπάζουν το πρόσωπο και συγκρατούνται με τα δόντια με ένα στήριγμα που έχουν από μέσα, έως εκείνα που στηρίζονται στους ώμους και μπορεί να είναι ψηλότερα και από ένα μέτρο και εκείνα που προσαρμόζονται στο πρόσωπο, αλλά κρατούνται από περισσότερους ανθρώπους, όπως τα τάπα των Παπούα που φτάνουν να έχουν μέχρι 6 μ. διάμετρο. Σκοπός του π. δεν είναι να μεταμφιέσει εκείνον που το φοράει, αλλά να βοηθήσει στη μεταμόρφωση του ατόμου που ιερουργεί, ώστε να του επιτρέψει να αποκτήσει τη δύναμη και τις ιδιότητες του δαίμονα ή του υποκειμένου που παριστάνει το π.
Θέατρο. Τα π. έχουν ασφαλώς θρησκευτική καταγωγή και καταφανή ίχνη της φύσης τους αυτής και της αρχικής σχέσης τους με τον μαγικό και υπερφυσικό κόσμο διακρίνονται ακόμα και στα π. που τα κατασκεύαζαν για σκηνικούς σκοπούς. Πρέπει κυρίως να υπογραμμιστεί ότι με το π. συνδέεται η ίδια η καταγωγή του θεάτρου ως παράστασης· φορώντας το π., μεταμφιεζόμενος δηλαδή ο ηθοποιός, ταυτίζεται με το μυθικό πρόσωπο και οι θεατές αναγνωρίζουν σε αυτόν, όχι τόσο τον ίδιο τον θεό, όσο το συμβολικό χαρακτήρα της θεότητας. Το π. ανταποκρίνεται επίσης και σε μια πρακτική ανάγκη, γιατί χρησιμεύει –όπως ένα μεγάφωνο– στην αύξηση του όγκου της φωνής του ηθοποιού. Αργότερα, έγινε στοιχείο μεγάλης σημασίας για την τυποποίηση των προσώπων, έτσι που να προσφέρει με αμεσότητα στους θεατές την ένδειξη του ρόλου και να διευκολύνει την κατανόηση του δράματος.
Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, το π. που αρχικά έμοιαζε με μορφές ζώων, έγινε αναπόσπαστο μέρος της αμφίεσης του ηθοποιού· την εποχή του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τα π. με πάγια μορφή πολλαπλασιάστηκαν. Κατά τη γνώμη ορισμένων μελετητών υπήρχαν τουλάχιστον 25 τύποι τραγικών π. (κατά τον Πολυδεύκη 28), που ήταν κατά κανόνα άσπρα για τα θηλυκά πρόσωπα, γκρίζα για τα αντρικά, 6 για τους γέρους, 7 για τους νέους, 9 για τις γυναίκες, και 3 για τους δούλους. Αλλά το π. επιβλήθηκε κυρίως στην κωμωδία για τη γελοιογραφική εκφραστικότητά του· οι μορφές αυτών των π. είχαν αρχικά (αρχαία ελληνική κωμωδία) γελοιογραφικά και χονδροειδή χαρακτηριστικά και ήταν εμπνευσμένες από δαιμονικά όντα, θεούς και ήρωες· αργότερα (μέση κωμωδία) τονίζονται τα χαρακτηριστικά των μεμονωμένων τύπων σύμφωνα με τις ρεαλιστικές τάσεις, που επικράτησαν τελικά στη νέα κωμωδία.
Μεγάλη σημασία είχε το π. στο θέατρο της Ανατολής, ιδιαίτερα στο ιαπωνικό, που εισήχθη από την Κίνα, αλλά, σύμφωνα με μερικούς μελετητές, είναι ελληνικής καταγωγής. Επρόκειτο στην αρχή για τελετουργικά π., που χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές γιορτές, κατά τις οποίες εκτελούνταν μιμικοί χοροί. Τα αρχαιότερα π. ήταν τα γκιγκάκου, για θέατρο παντομίμας το οποίο παιζόταν στο ύπαιθρο μπροστά από τους ναούς.
Και οι Ρωμαίοι επίσης μιμήθηκαν τους αρχαίους Έλληνες στη χρησιμοποίηση του θεατρικού π. και η χρήση του απλώθηκε σε όλη τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία με τη διάδοση της παντομίμας. Η αργή μεταμόρφωση του π. και η προοδευτική απομάκρυνσή του από τις αρχαϊκές μαγικές και λειτουργικές μορφές, που γίνεται άλλωστε αισθητή και στην κλασική εποχή, εκδηλώθηκε καθαρά και με τους Βυζαντινούς μίμους, που εισήγαγαν σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας τη συνήθεια των εύθυμων τελετών με προσωπιδοφόρους. Τη συνήθεια αυτή καταδίκασε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος (7ος αι.), αλλά οι μεταμφιέσεις συνεχίστηκαν ολόκληρη τη βυζαντινή εποχή, όπως φαίνεται από τους λόγους του κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνος (12ος αι.) για τους κληρικούς, ότι και αυτοί, όπως και οι λαϊκοί, «προς διάφορα μετασχηματίζονται προσωπεία· και ποτέ μεν ξιφήρεις εν τω μεσονάω της εκκλησίας μετά στρατιωτικών αμφίων εισέρχονται, ποτέ δε και ως μοναχοί προοδεύουσιν ή και ως τετράποδα».
Το θρησκευτικό θέατρο του Μεσαίωνα χρησιμοποίησε πολύ το π., ιδιαίτερα στην παράσταση των μυστηρίων και των Παθών του Χριστού. Γενικά, το π. έχει δαιμονικό χαρακτήρα και η ετυμολογία του ευρωπαϊκού όρου μάσκα (από το mascha = στρίγγλα) δείχνει την καταγωγή του. Χρησιμοποιούμενο στην αρχή από τους μεσαιωνικούς περιπλανώμενους τραγουδιστές και γελωτοποιούς, πέρασε στο ουμανιστικό θέατρο (πρώτα ως γελοιογραφική μάσκα και κατόπιν ως συμβολική), στο αγγλικό mumming (με όχι διαβολικό χαρακτήρα) και αργότερα στις συμβολικές και αλληγορικές μορφές των θεαμάτων της Αναγέννησης. Έπειτα από μακρά περίοδο ακμής την εποχή της Κομέντια ντελ’ άρτε, το π. εξαφανίστηκε σιγά σιγά από το ευρωπαϊκό θέατρο και, στην εποχή μας, έχασε τον συμβολικό χαρακτήρα του για να μείνει ως μη απαραίτητο στοιχείο μεταμφίεσης, κυρίως μόνο στο τσίρκο και στον χορό (ειδικά σε μερικές δημιουργίες του ελεύθερου χορού που συνδέονται με τον εξπρεσιονισμό). Το π. επιζεί αντίθετα στο θέατρο της Ανατολής, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην Κίνα (όπου όμως δεν υπάρχει το καθεαυτό π., αλλά ένα βαρύ κατασκεύασμα με χρήση γενειάδων διαφόρων χρωμάτων ανάλογα με τον ρόλο κλπ.).
Όσον αφορά στο π. με την έννοια του στοιχείου μεταμφίεσης, μασκαρέματος, μερικά από τα στοιχεία που υπήρχαν ήδη στο ελληνικό θέατρο, όπου χρησιμοποιούνταν αρκετά ορισμένα τεχνάσματα, που γεννήθηκαν και αυτά από πρακτικές ανάγκες (ψηλές κομμώσεις, ειδικά ψηλά υποδήματα ή κόθορνοι). Η συνήθεια της μεταμφίεσης, που υπήρχε ήδη και στην κλασική αρχαιότητα, πήρε έκταση στον Μεσαίωνα για να διαδοθεί αργότερα σχεδόν παντού, με την ευκαιρία εορτών, ιδιαίτερα του καρναβαλιού. Από τη Βενετία, όπου γεννήθηκαν τον 13o αι. (η πρώτη μνεία τους γίνεται σε ένα νόμο του 1295), οι μασκαράτες διαδόθηκαν στη Γαλλία και ύστερα στην Αγγλία. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η συνήθεια της μάσκας δεν είναι θεατρική, παρά μόνο συμπτωματικά· φοριόταν, πραγματικά, από όλους με την ευκαιρία εορτών, πανηγυριών, επαρχιακών εκδηλώσεων ή λαϊκών εορτών.
Το π., με την έννοια του μόνιμου τύπου που ταιριάζει με το ένδυμα και έχει τα δικά του μορφολογικά χαρακτηριστικά, είναι τυπικό εκφραστικό μέσο της Κομέντια ντελ’ άρτε (Αρλεκίνος, Μπριγκέλα, Πουλτσινέλα, Πανταλόνε κλπ.).
Δεν συμφωνούν όλοι οι μελετητές για την καταγωγή της μάσκας στην Κομέντια ντελ’ άρτε· κατά τη γνώμη κάποιων, δεν κατάγεται από τα π. του αρχαίου θεάτρου, αλλά είναι πρωτότυπο δημιούργημα με την ευκαιρία αποκριάτικων εορτών και επιδείξεων σαλτιμπάγκων. Κατά τη γνώμη άλλων, αντίθετα, η καταγωγή της μάσκας πρέπει να αναζητηθεί σε παλιές πολιτιστικές μορφές. Για τον Αρλεκίνο, η λειτουργική καταγωγή του είναι περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση φανερή. Το ίδιο το όνομα, προερχόμενο από το Hallequin ή Alichino, είναι συνώνυμο του δαίμονα και δαιμονική ήταν η μάσκα που φοριώταν στο πρόσωπο. Το κοστούμι του με τους ρόμβους, που έχει τα ζωηρά χρώματα της άνοιξης, συνδέεται με εποχικές τελετές και υπήρχε και πριν από την Κομέντια ντελ’ άρτε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον Πουλτσινέλα, που ο Μορίς Σαντ θεωρεί άμεσο απόγονο του Μάκκου, του αδηφάγου τύπου των ατελλανών δραμάτων, αλλά που πιθανότερα είναι πρόσωπο κληρονομημένο από αρχαίες τελετές συνδεόμενες με τις εποχές.
Συνήθως οι κωμικοί έπαιζαν με το πρόσωπο σκεπασμένο με ένα π. που, με τα τελετουργικά και μαγικά στοιχεία του, ήταν στην αρχή τόσο αποκρουστικό ώστε ενέπνεε τρόμο, αλλά αργότερα είχε ως κύριο σκοπό να υποβοηθεί στην αναγνώριση του προσώπου που υποδυόταν ο ηθοποιός.
Η επιτυχία που σημείωσαν οι διάφορες μάσκες της Κομέντια ντελ’ άρτε εξαρτιόταν από την ικανότητα των ηθοποιών που, μη θέλοντας να φορούν κάθε βράδυ κοστούμι διαφορετικού προσώπου, φορούσαν σε όλη τους τη ζωή το κοστούμι μιας ορισμένης μάσκας, ταυτιζόμενοι τόσο πολύ με το πρόσωπο που παρίσταναν, ώστε να πάρουν το όνομά του και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή τους. Ισχύει για όλους το παράδειγμα του Τιμπέριο Φιορίλι, που έμεινε γνωστότερος στους σύγχρονους ως Σκαραμούτσας. Οι μάσκες, που έφτασαν στην Κομέντια ντελ’ άρτε σε τόσο τέλεια τυποποίηση και που ξαναπαρουσιάστηκαν στο θέατρο του 19ου αι. –εξευγενισμένες στο θέατρο του Γκολντόνι, έντονα γελοιογραφικές στου Γκότσι– όταν εξαντλήθηκε ο ρόλος τους στο θέατρο, βρήκαν καταφύγιο στο θέατρο των μαριονετών ή ξαναέζησαν στις γιορτές των καρναβαλιών του 19ου αι. Η μεγάλη ζωντάνια τους τις διέσωσε στο τοπικό θέατρο (κυρίως της Νάπολης με τον Πουλτσινέλα) και ζουν ακόμα και σήμερα σε κάποιες εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωής, ως πηγή έμπνευσης για συγγραφείς και μουσικούς και ως θέμα ζωγράφων και γλυπτών.
Χρυσό προσωπείο από τον λακοειδή τάφο V των Μυκηνών, περ. 1500 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Παραστάσεις τραγικού και κωμικού προσωπείου σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό του 2oυ π.Χ. αι. (Ρώμη, Καπιτώλιο).
Ελληνικό προσωπείο δούλου του 2ου π.Χ. αιώνα (Αθήνα, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Μπρούτζινο προσωπείο νεαρού άντρα, του 2ου αιώνα (φωτ. ΑΠΕ).
Προσωπείο της Μελανησίας από ζωγραφισμένο ξύλο (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).
Προσωπείο «χορευτή του διαβόλου» της φυλής Νάγκα, από τη Σρι Λάνκα.
Προσωπείο του θεού-νυχτερίδα, μωσαϊκό της τέχνης των Ολμέκων από ίασπι και κοχύλια, από το όρος Αλμπάν. (Εθνικό Μουσείο, Πόλη του Μεξικού).
Διαδηλωτές με προσωπείο κατά τη διάρκεια κινήσεων διαμαρτυρίας στην Πράγα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / προσωπεῑον ΝΜΑ [πρόσωπο(ν)]1. ομοίωμα προσώπου το οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί τού θεάτρου ή χρησίμευε για κάλυψη τού προσώπου τών νεκρών ή ως ανάθημα στους νεκρούς2. προσποίηση, υποκριτική εμφάνιση («προσωπεῑον εὐλαβείας», Ισίδ. Πηλ.)νεοελλ.1. προσωπίδα, μάσκα2. ιατρ. ειδική όψη και έκφραση τού προσώπου, χαρακτηριστική διαφόρων παθολογικών καταστάσεων (α. «αδενοειδές προσωπείο» β. «ιπποκράτειο προσωπείο» γ. «μυοπαθητικό προσωπείο»)3. φρ. «τού αφαιρέθηκε το προσωπείο» — αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι.
Dictionary of Greek. 2013.